- βομβύκινον
- βομβύκινοςsilkenmasc acc sgβομβύκινοςsilkenneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρίχαπτος — ον, και τ. ουδ. τριχαπτόν, ΝΑ νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το τρίχαπτο(ν) (παλ. λόγιος τ.) δαντέλα αρχ. 1. πλεγμένος ή υφασμένος με τρίχες 2. (κατ επέκτ.) αυτός που έχει πολύ λεπτή ύφανση, λεπτοΰφαντος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίχαπτον (ενν. ἱμάτιον)… … Dictionary of Greek